μολυβδαινικός

μολυβδαινικός
-ή. -ο
1. αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από μολυβδαίνιο («μολυβδαινικό οξύ»)
2. φρ. «μολυβδαικά και βολφραμικά ορυκτά»
(ορυκτ.) φυσικής προέλευσης άλατα τού μολυβδαινικού και βολφραμικού οξέος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”